Greek Meaning of overt

Φανερός, Άδηλος

Other Greek words related to Φανερός, Άδηλος

Definitions and Meaning of overt in English

Wordnet

overt (a)

open and observable; not secret or hidden

Webster

overt (a.)

Open to view; public; apparent; manifest.

Not covert; open; public; manifest; as, an overt act of treason.

FAQs About the word overt

Φανερός, Άδηλος

open and observable; not secret or hiddenOpen to view; public; apparent; manifest., Not covert; open; public; manifest; as, an overt act of treason.

φαινομενικός,Ευπεπτό,εμφανής,Σαφής,προφανής,απλός,απλός,απροκάλυπτος,αισθητός,φαλακρός

γκρι,γκρί,άυλος,ανεπαίσθητος,ασήμαντος,ακατανόητος,δυσανάγνωστο,Αόριστος,απροσδιόριστος,ασαφής

overswell => κύμα, oversway => πείθω, oversuspicious => υπερβολικά καχύποπτος, oversure => υπερβολικά σίγουρος, oversupply => υπερπροσφορά,