Greek Meaning of comprehensible
κατανοητός
Other Greek words related to κατανοητός
Nearest Words of comprehensible
- comprehensibility => κατανοητότητα
- comprehendible => κατανοητός
- comprehended => Κατάλαβα
- comprehend => κατανοώ
- compounding => σύνθετη
- compounded => σύνθετος
- compound sentence => συνθετική πρόταση
- compound protein => σύνθετη πρωτεΐνη
- compound pistil => Σύνθετο ύπερο
- compound pendulum => Σύνθετο εκκρεμές
- comprehension => κατανόηση
- comprehensive => ολοκληρωμένο
- comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση
- comprehensive school => Ενιαίο σχολείο
- comprehensively => Περιεκτικός
- comprehensiveness => πληρότητα
- compress => συμπιέζω
- compressed => συμπιεσμένος
- compressed air => Πεπιεσμένος αέρας
- compressed gas => Συμπιεσμένο αέριο
Definitions and Meaning of comprehensible in English
comprehensible (a)
capable of being comprehended or understood
FAQs About the word comprehensible
κατανοητός
capable of being comprehended or understood
Προσβάσιμο,κατανοητός,κατανοητό,συνεκτικός,κατανοητός,ανεξερεύνητος,κατανοητό,Κατανοητός,Αναγνώσιμο,ανεξιχνίαστος
ασυνεπής,ακατανόητος,εσωτερικός,ανεξιχνίαστος,αναίσθητος,μυστηριώδης,ασαφής,μυστηριώδης,άναρθρος
comprehensibility => κατανοητότητα, comprehendible => κατανοητός, comprehended => Κατάλαβα, comprehend => κατανοώ, compounding => σύνθετη,