Greek Meaning of scrutable
ανεξιχνίαστος
Other Greek words related to ανεξιχνίαστος
Nearest Words of scrutable
- scrutation => εξέταση
- scrutator => παρατηρητής
- scrutin de liste => ψηφοφορία λίστας
- scrutin de liste system => Σύστημα λίστας
- scrutin uninomial system => Σύστημα εκλογών σε μία περιφέρεια
- scrutin uninominal voting system => Απλό πλειοψηφικό σύστημα
- scrutineer => εφορευτική επιτροπή
- scrutinise => Εξετάζω
- scrutiniser => ελεγκτής
- scrutinize => εξετάζω
Definitions and Meaning of scrutable in English
scrutable (a.)
Discoverable by scrutiny, inquiry, or critical examination.
FAQs About the word scrutable
ανεξιχνίαστος
Discoverable by scrutiny, inquiry, or critical examination.
Προσβάσιμο,κατανοητός,κατανοητός,κατανοητό,συνεκτικός,κατανοητός,ανεξερεύνητος,κατανοητό,Κατανοητός,Αναγνώσιμο
ασυνεπής,ακατανόητος,ανεξιχνίαστος,εσωτερικός,αναίσθητος,μυστηριώδης,ασαφής,μυστηριώδης,άναρθρος
scrupulousness => σχολαστικότητα, scrupulously => ευσυνείδητα, scrupulous => συνειδητός, scrupulosity => ευσυνειδησία, scrupulist => ευσυνείδητος,