Greek Meaning of scrutable

ανεξιχνίαστος

Other Greek words related to ανεξιχνίαστος

Definitions and Meaning of scrutable in English

Webster

scrutable (a.)

Discoverable by scrutiny, inquiry, or critical examination.

FAQs About the word scrutable

ανεξιχνίαστος

Discoverable by scrutiny, inquiry, or critical examination.

Προσβάσιμο,κατανοητός,κατανοητός,κατανοητό,συνεκτικός,κατανοητός,ανεξερεύνητος,κατανοητό,Κατανοητός,Αναγνώσιμο

ασυνεπής,ακατανόητος,ανεξιχνίαστος,εσωτερικός,αναίσθητος,μυστηριώδης,ασαφής,μυστηριώδης,άναρθρος

scrupulousness => σχολαστικότητα, scrupulously => ευσυνείδητα, scrupulous => συνειδητός, scrupulosity => ευσυνειδησία, scrupulist => ευσυνείδητος,