Greek Meaning of scrupled

ενδοιασμός

Other Greek words related to ενδοιασμός

Definitions and Meaning of scrupled in English

Webster

scrupled (imp. & p. p.)

of Scruple

FAQs About the word scrupled

ενδοιασμός

of Scruple

δίστασε,δίσταζε,συζήτησαν,θορυβώδης,έμεινε πίσω,σε παύση,κλιμακωτό,δίστασε,ταλαντεύτηκε,περίμενε

αποφάσισε,βυθισμένος (σε),προηγμένος,συνέχεια,βούτηξε,περιστέρι (μέσα σε),αναδευμένος,Κουνήθηκε

scruple => δισταγμός, scruou-lize => scruou-lize, scrunch up => τσαλακώνω, scrunch => τσαλακώνω, scrumpy => κρασί μήλου,