Greek Meaning of scrupulousness

σχολαστικότητα

Other Greek words related to σχολαστικότητα

Definitions and Meaning of scrupulousness in English

Wordnet

scrupulousness (n)

conformity to high standards of ethics or excellence

strict attention to minute details

FAQs About the word scrupulousness

σχολαστικότητα

conformity to high standards of ethics or excellence, strict attention to minute details

προσοχή,φροντίδα,προσοχή,συνειδητότητα,σχολαστικότητα,ακρίβεια,εγγύτητα,συγκέντρωση,προσπάθεια,Προσέχω

απροσεξία,απροσεξία,αμέλεια,απροσεξία,ακούσια,απροσεξía,παράλειψη

scrupulously => ευσυνείδητα, scrupulous => συνειδητός, scrupulosity => ευσυνειδησία, scrupulist => ευσυνείδητος, scruples => σεισμοί,