Greek Meaning of pains
πόνοι
Other Greek words related to πόνοι
- προσοχή
- φροντίδα
- προσοχή
- προσπάθεια
- Προσέχω
- σχολαστικότητα
- εγγύτητα
- συγκέντρωση
- συνειδητότητα
- Εστίαση
- Προσοχή
- σχολαστικότητα
- σχολαστικότητα
- παρατήρηση
- ακρίβεια
- ευθύνη
- εγρήγορση
- επαγρύπνηση
- ειδοποίηση
- Εγρήγορση
- εγρήγορση
- ενοχλώ
- συνέπεια χρέους
- ακρίβεια
- αμεμψία
- αναμαρτησία
- Ενσυνειδητότητα
- τήρηση
- επιμελής
- Ιδιαιτερότητα
- σχολαστικότητα
- πρόβλημα
Nearest Words of pains
Definitions and Meaning of pains in English
pains (n)
an effortful attempt to attain a goal
pains (n.)
Labor; toilsome effort; care or trouble taken; -- plural in form, but used with a singular or plural verb, commonly the former.
FAQs About the word pains
πόνοι
an effortful attempt to attain a goalLabor; toilsome effort; care or trouble taken; -- plural in form, but used with a singular or plural verb, commonly the for
προσοχή,φροντίδα,προσοχή,προσπάθεια,Προσέχω,σχολαστικότητα,εγγύτητα,συγκέντρωση,συνειδητότητα,Εστίαση
απροσεξία,απροσεξía,απροσεξία,αμέλεια,απροσεξία,ακούσια,παράλειψη
painlessly => ανώδυνα, painless => ανώδυνος, painkiller => παυσίπονο, paining => Πονεμένος, painim => ειδωλολατρικός,