Greek Meaning of dutifulness

συνέπεια χρέους

Other Greek words related to συνέπεια χρέους

Definitions and Meaning of dutifulness in English

Wordnet

dutifulness (n)

piety by virtue of devotion to duty

FAQs About the word dutifulness

συνέπεια χρέους

piety by virtue of devotion to duty

εγρήγορση,προσπάθεια,αμεμψία,Ενσυνειδητότητα,επιμελής,σχολαστικότητα,ευθύνη,εγρήγορση,επαγρύπνηση,ειδοποίηση

απροσεξία,απροσεξία,αμέλεια,απροσεξία,ακούσια,απροσεξía,παράλειψη

dutifully => υπάκουα, dutiful => υπάκουος, duties => καθήκοντα, dutied => καθήκοντος, dutiable => Τελωνήσιμο,