Greek Meaning of duumvirate
δυομερία
Other Greek words related to δυομερία
- δυαρχία
- δικτατορία
- Τομέας
- αυτοκρατορία
- μοναρχία
- ολιγαρχία
- Δημοκρατία
- κυρίαρχος
- τριαρχία
- τριανδρία
- Πόλη-κράτος
- Υποτελές κράτος
- εξάρτηση
- περιοχή
- δουκάτο
- δουκάτο
- δυαρχία
- εμιράτο
- Μεγάλη δύναμη
- πατρίδα
- βασίλειο
- εντολή
- Μικροκράτος
- Πολιτεία-νάνος
- Εθνικό κράτος
- Πριγκιπάτο
- επαρχία
- βασίλειο
- Ναυτική δύναμη
- Φέουδο
- οικισμός
- Έδαφος
- κυρίαρχος
- σουλτανάτο
- θεοκρατία
- Επίτροπος
- κράτος πρόνοιας
- Παγκόσμια δύναμη
- αποικία
- Διαμέρισμα
- Πατρίδα
- πατρίδα
- δύναμη
- φέουδο
- υπερδύναμη
Nearest Words of duumvirate
Definitions and Meaning of duumvirate in English
duumvirate (n.)
The union of two men in the same office; or the office, dignity, or government of two men thus associated, as in ancient Rome.
FAQs About the word duumvirate
δυομερία
The union of two men in the same office; or the office, dignity, or government of two men thus associated, as in ancient Rome.
δυαρχία,δικτατορία,Τομέας,αυτοκρατορία,μοναρχία,,ολιγαρχία,Δημοκρατία,κυρίαρχος,τριαρχία
No antonyms found.
duumviral => Aνδροκρατία, duumvir => διοικήτης, duty-free => αφορολόγητος, duty-bound => καθήκον, duty tour => Θητεία,