Greek Meaning of sultanate
σουλτανάτο
Other Greek words related to σουλτανάτο
- Δημοκρατία
- δικτατορία
- Τομέας
- περιοχή
- δουκάτο
- εμιράτο
- αυτοκρατορία
- βασίλειο
- μοναρχία
- Πριγκιπάτο
- Δημοκρατία
- κυρίαρχος
- Πόλη-κράτος
- αποικία
- Κοινοπολιτεία
- εξάρτηση
- δουκάτο
- εντολή
- Μικροκράτος
- Πολιτεία-νάνος
- Έθνος
- Εθνικό κράτος
- ολιγαρχία
- επαρχία
- βασίλειο
- φέουδο
- Φέουδο
- οικισμός
- κυρίαρχος
- Κράτος
- θεοκρατία
- Υποτελές κράτος
- Διαμέρισμα
- Χώρα
- Πατρίδα
- Μεγάλη δύναμη
- πατρίδα
- γη
- πατρίδα
- δύναμη
- Ναυτική δύναμη
- Έδαφος
- Κυριαρχία
- κυριαρχία
- υπερδύναμη
- Επίτροπος
- κράτος πρόνοιας
- Παγκόσμια δύναμη
Nearest Words of sultanate
- sultana => σταφίδες
- sultan of swat => Σουλτάνος της Συνοικίας Σουάτ
- sultan => Σουλτάνος
- sulphur-yellow => θειούχος κίτρινος
- sulphurous => θειώδης
- sulphuric acid => Θειικό οξύ
- sulphuric => θειικό
- sulphuretted => θειοποιημένος
- sulphurette => θειικό άλας
- sulphur-crested cockatoo => Κοκατού με κίτρινη κορυφή
Definitions and Meaning of sultanate in English
sultanate (n)
country or territory ruled by a sultan
FAQs About the word sultanate
σουλτανάτο
country or territory ruled by a sultan
Δημοκρατία,δικτατορία,Τομέας,περιοχή,δουκάτο,εμιράτο,αυτοκρατορία,βασίλειο,μοναρχία,Πριγκιπάτο
No antonyms found.
sultana => σταφίδες, sultan of swat => Σουλτάνος της Συνοικίας Σουάτ, sultan => Σουλτάνος, sulphur-yellow => θειούχος κίτρινος, sulphurous => θειώδης,