Greek Meaning of sultan
Σουλτάνος
Other Greek words related to Σουλτάνος
- εμίρης
- εμίρης
- Αὐτοκράτορας
- Καίσαρας
- τσάρος
- εμίρης
- Αυτοκράτορας
- αυτοκράτειρα
- καίσαρ (kaisár)
- χαν
- χεδίβης
- βασιλιάς
- κύριος
- μεγιστάνας
- ΠΟτεντάτος
- πρίγκιπας
- πριγκίπησσα
- βασίλισσα
- Χάρακας
- Σατράπης
- σάx
- σταφίδες
- Σουβερένος
- Τσάρος
- Τσαρίνα
- Τσαρίνα
- δικτάτορας
- κυρία
- μονάρχης
- κυρίαρχος
- κυρίαρχος
- Τύραννος
- τσάρος
- τσαρίνα
- αυταρχικός
- Μεγάλος αδερφός
- συγκυβερνήτης
- Δέσποτης
- Φύρερ
- Φύρερ
- μονόχρωμος
- Φεουδάρχης
- Ανώτατος
Nearest Words of sultan
- sulphur-yellow => θειούχος κίτρινος
- sulphurous => θειώδης
- sulphuric acid => Θειικό οξύ
- sulphuric => θειικό
- sulphuretted => θειοποιημένος
- sulphurette => θειικό άλας
- sulphur-crested cockatoo => Κοκατού με κίτρινη κορυφή
- sulphur oxide => Οξείδιο του θείου
- sulphur mine => Ορυχείο θείου
- sulphur hexafluoride => Εξαφθοριούχο θείο
Definitions and Meaning of sultan in English
sultan (n)
the ruler of a Muslim country (especially of the former Ottoman Empire)
FAQs About the word sultan
Σουλτάνος
the ruler of a Muslim country (especially of the former Ottoman Empire)
εμίρης,εμίρης,Αὐτοκράτορας,Καίσαρας,τσάρος,εμίρης,Αυτοκράτορας,αυτοκράτειρα,καίσαρ (kaisár),χαν
No antonyms found.
sulphur-yellow => θειούχος κίτρινος, sulphurous => θειώδης, sulphuric acid => Θειικό οξύ, sulphuric => θειικό, sulphuretted => θειοποιημένος,