Greek Meaning of monocrat
μονόχρωμος
Other Greek words related to μονόχρωμος
- αυτάρκης
- Αὐτοκράτορας
- Μεγάλος αδερφός
- Καίσαρας
- Δέσποτης
- δικτάτορας
- Φύρερ
- καταπιεστής
- Φεουδάρχης
- Ανώτατος
- φαραώ
- δυνατός άνδρας
- ολοκληρωτικός
- τύραννος
- Τύραννος
- πολέμαρχος
- αυταρχικός
- βαρόνος
- Αφεντικό
- καουδίλιο
- αρχηγός
- κυρίαρχος
- Φύρερ
- βασιλιάς
- αρχηγός
- ηγέτης
- κύριος
- μονάρχης
- ΠΟτεντάτος
- πρίγκιπας
- βασίλισσα
- Χάρακας
- κυρίαρχος
- Τσάρος
- Καπετάνιος
- τσάρος
- δειπλίν
- παιδαγωγός
- εκτελεστής
- κύριος
- μεγιστάνας
- Αυστηρός
- μεγιστάνας
- κυρίαρχος
- αφέντης
- Τυcoon
- τσάρος
Nearest Words of monocrat
- monocotyledonous => μονοκοτυλήδονο
- monocotyledones => Μονοκοτυλήδονα
- monocotyledonae => Ανεμόφυλλα
- monocotyledon => Μονοκοτυλήδονας
- monocotyle => Μονοκοτυλήδονα
- monocotyl => μονοκοτυλήδονο
- monocot genus => Είδος μονοκοτυλήδονα
- monocot family => μονοκοτυλήδονα φυτά
- monocot => Μονοκοτυλήδονα
- monocondyla => Μονοκονδυλικός
Definitions and Meaning of monocrat in English
monocrat (n.)
One who governs alone.
FAQs About the word monocrat
μονόχρωμος
One who governs alone.
αυτάρκης,Αὐτοκράτορας,Μεγάλος αδερφός,Καίσαρας,Δέσποτης,δικτάτορας,Φύρερ,καταπιεστής,Φεουδάρχης,Ανώτατος
No antonyms found.
monocotyledonous => μονοκοτυλήδονο, monocotyledones => Μονοκοτυλήδονα, monocotyledonae => Ανεμόφυλλα, monocotyledon => Μονοκοτυλήδονας, monocotyle => Μονοκοτυλήδονα,