Greek Meaning of overlord
Φεουδάρχης
Other Greek words related to Φεουδάρχης
- αυταρχικός
- Καίσαρας
- τσάρος
- Δέσποτης
- δικτάτορας
- Αυτοκράτορας
- αυτοκράτειρα
- Φύρερ
- βασιλιάς
- πρίγκιπας
- Σατράπης
- Σουλτάνος
- Σουβερένος
- Τσάρος
- Τύραννος
- εμίρης
- εμίρης
- Αὐτοκράτορας
- Μεγάλος αδερφός
- εμίρης
- Φύρερ
- καίσαρ (kaisár)
- κύριος
- μεγιστάνας
- μονόχρωμος
- Ανώτατος
- βασίλισσα
- Χάρακας
- σάx
- κυρίαρχος
- τσάρος
- συγκυβερνήτης
- χαν
- χεδίβης
- μονάρχης
- ΠΟτεντάτος
- κυρίαρχος
Nearest Words of overlord
Definitions and Meaning of overlord in English
overlord (n)
a person who has general authority over others
overlord (n.)
One who is lord over another or others; a superior lord; a master.
FAQs About the word overlord
Φεουδάρχης
a person who has general authority over othersOne who is lord over another or others; a superior lord; a master.
αυταρχικός,Καίσαρας,τσάρος,Δέσποτης,δικτάτορας,Αυτοκράτορας,αυτοκράτειρα,Φύρερ,βασιλιάς,πρίγκιπας
No antonyms found.
overloop => υπερχείλιση, overlooking => θέα, overlooker => Επόπτης, overlooked => παραβλεπόμενος, overlook => παραβλέπω,