Greek Meaning of overloaded

υπερφορτωμένος

Other Greek words related to υπερφορτωμένος

Definitions and Meaning of overloaded in English

Wordnet

overloaded (s)

loaded past capacity

Webster

overloaded (imp. & p. p.)

of Overload

FAQs About the word overloaded

υπερφορτωμένος

loaded past capacityof Overload

έκρηξη,γεμάτο,γεμάτο,γεμάτος,υπερπλήρης,γεμάτο,υπερχειλίζων,υπερπλήρης,Υπερφορτωμένος,υπερφορτωμένος

Γυμνός,κενό,ανεπαρκής,απαλλαγμένος,άδειος,ανεπαρκής,ατελής,Ανεπαρκής,κοντός,ελεύθερος

overload => υπερφόρτωση, overliver => αποστάτης, overlive => επιβιώνω, overlip => Άνω χείλος, overlinger => κατήγορος,