Greek Meaning of brimming
υπερχειλής
Other Greek words related to υπερχειλής
Nearest Words of brimming
Definitions and Meaning of brimming in English
brimming (s)
filled to capacity
brimming (p. pr. & vb. n.)
of Brim
brimming (a.)
Full to the brim; overflowing.
FAQs About the word brimming
υπερχειλής
filled to capacityof Brim, Full to the brim; overflowing.
έκρηξη,γεμάτο,γεμάτος,γεμάτος,μαρμελάδα,συσκευασμένο,γέματος,,γεμάτο ασφυκτικά,γεμάτο
Γυμνός,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,ανεπαρκής,Ανεπαρκής,κοντός,σκληρός,ελεύθερος,κενός
brimmer => χείλος, brimmed => με γείσο, brimless => Χωρίς γείσο, brimfull => γεμάτος μέχρι το χείλος, brimful => γέματος,