Greek Meaning of depleted
εξαντλημένος
Other Greek words related to εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- ελαττωμένος
- στραγγισμένος
- εξασθενημένος
- εξαντλημένος
- εξαντλημένος
- λιγότερο
- μειωμένη
- δαπανηθεί
- καταναλώνεται
- άνυδρος
- χρεοκοπημένος
- άχαρος
- αφυδατωμένος
- Έρημος
- ξηρός
- ξηρός
- εχθρικός
- άψυχο
- άνυδρος
- σοτάρω
- ξερός
- Διψασμένος
- Ακαλλιέργητο
- άνυδρος
- ξεραμένος
- ακατάλληλος για καλλιέργεια
- εξαντλημένος
- ψημένο
- άγονο
- οστεώδης
- νεκρός
- έρημος
- σκληρός
- φτωχοποιημένος
- στείρος
- ξερός
- φτωχός
- σκληρός
- ηλιοκαμένο
- άγονη
- μη παραγωγικός
- Απορρίματα
Nearest Words of depleted
Definitions and Meaning of depleted in English
depleted (s)
no longer sufficient
depleted (imp. & p. p.)
of Deplete
FAQs About the word depleted
εξαντλημένος
no longer sufficientof Deplete
εξασθενημένος,ελαττωμένος,στραγγισμένος,εξασθενημένος,εξαντλημένος,εξαντλημένος,λιγότερο,μειωμένη,δαπανηθεί,καταναλώνεται
γόνιμος,καρποφόρος,πλούσιος,παραγωγικός,πλούσιος,καλλιεργήσιμος,Πράσινο,πολυτελής,Αρόσιμη,πράσινος
deplete => εξαντλώ, depletable => εξαντλήσιμος, deplantation => αποψίλωση δασών, deplant => φυτεύω, deplane => αποβιβάζομαι,