Greek Meaning of depletable

εξαντλήσιμος

Other Greek words related to εξαντλήσιμος

Definitions and Meaning of depletable in English

Wordnet

depletable (s)

capable of being depleted

FAQs About the word depletable

εξαντλήσιμος

capable of being depleted

απορροφώ,καίω,καταναλίσκω,αποχέτευση,εξάτμιση,μειώνω,ξοδεύω,Μείωση,καταβροχθίζω,μειώνω

αυξάνω,αύξηση,ανανεώνω,αντικαταστήσει,μαξιλάρι,διατηρώ,επιβάλλω,διευρύνω,διατηρώ,ανοικοδομώ

deplantation => αποψίλωση δασών, deplant => φυτεύω, deplane => αποβιβάζομαι, deplanate => πεπλατυσμένος, depilous => άτριχος,