Greek Meaning of use up

εξαντλώ

Other Greek words related to εξαντλώ

Definitions and Meaning of use up in English

Wordnet

use up (v)

use up (resources or materials)

require (time or space)

FAQs About the word use up

εξαντλώ

use up (resources or materials), require (time or space)

απορροφώ,καίω,καταναλίσκω,αποχέτευση,εξάτμιση,παίξει έξω,μειώνω,ξοδεύω,χρήση,ανάληψη

αυξάνω,επιβάλλω,αύξηση,ανανεώνω,αντικαταστήσει,μαξιλάρι,διευρύνω,διατηρώ,ανοικοδομώ,ενισχύω

use of goods and services => χρήση αγαθών και υπηρεσιών, use immunity => ασυλία χρήσης, use => χρήση, usda => Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA), uscb => Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας,