Greek Meaning of lessen
λιγώτερο
Other Greek words related to λιγώτερο
- Μείωση
- μειώνω
- μειώνω
- βαθούλωμα
- εξαντλώ
- μειώνω
- μειώνω
- ευκολία
- Χαμηλότερος
- ελαχιστοποιώ
- συντομογραφία
- Συντομεύω
- κλιπ
- συμπιέζω
- πυκνώνω
- συσφίγγω
- Σύμβαση
- σοδειά
- περικόπτω
- κόβω
- μειώνω
- Εκτόνωση
- ξεφουσκώνω
- αποβάθρα
- σμίκρυνση
- μείωση
- σταγόνα
- καταρρίπτω
- μέτριος
- Τροποποιώ
- διαμορφώνω
- Νικ
- παρέ
- Δαμάσκηνο
- πληροί τις προϋποθέσεις
- απολύω
- βραχύνω
- συρρικνώνω
- Κατηγορία
- Διακόσμηση
- αποκόπτω
- σκαλίζω
- μείωση
Nearest Words of lessen
- lessee => μισθωτής
- less => λιγότερο
- lesquerella => Lesquerella
- lespedeza striata => Λεσπεντέζα
- lespedeza stipulacea => Lespedeza stipulacea
- lespedeza sericea => Λεσπέδεζα σερίςσια
- lespedeza cuneata => Lespedeza cuneata
- lespedeza bicolor => Λεσπέδεζα δίχρωμη
- lespedeza => Λεσπέδεζα
- lesotho monetary unit => Λότι του Λεσότο
Definitions and Meaning of lessen in English
lessen (v)
decrease in size, extent, or range
make smaller
wear off or die down
lessen (a.)
To make less; to reduce; to make smaller, or fewer; to diminish; to lower; to degrade; as, to lessen a kingdom, or a population; to lessen speed, rank, fortune.
lessen (v. i.)
To become less; to shrink; to contract; to decrease; to be diminished; as, the apparent magnitude of objects lessens as we recede from them; his care, or his wealth, lessened.
FAQs About the word lessen
λιγώτερο
decrease in size, extent, or range, make smaller, wear off or die downTo make less; to reduce; to make smaller, or fewer; to diminish; to lower; to degrade; as,
Μείωση,μειώνω,μειώνω,βαθούλωμα,εξαντλώ,μειώνω,μειώνω,ευκολία,Χαμηλότερος,ελαχιστοποιώ
ενισχύω,αυξάνω,ενισχύω,διευρύνω,επεκτείνω,αύξηση,ανυψώνω,μεγαλοποιώ,Έκρηξη,συμπλήρωμα
lessee => μισθωτής, less => λιγότερο, lesquerella => Lesquerella, lespedeza striata => Λεσπεντέζα, lespedeza stipulacea => Lespedeza stipulacea,