Greek Meaning of protract
παρατείνειν
Other Greek words related to παρατείνειν
Nearest Words of protract
Definitions and Meaning of protract in English
protract (v)
lengthen in time; cause to be or last longer
FAQs About the word protract
παρατείνειν
lengthen in time; cause to be or last longer
επεκτείνω,αύξηση,επιμηκύνω,παρατείνω,Τέντωμα,έλξη,βγάζω έξω,επιμηκύνω,ενισχύω,εξασθενώ
περικόπτω,κόβω,μείωση,Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,μειώνω,βραχύνω,συντομογραφία,Συντομεύω
protozoon => Πρωτόζωα, protozoology => Πρωτοζωολογία, protozoologist => Πρωτοζωολόγος, protozoological => πρωτοζωολογική, protozoic => πρωτόζωο,