Greek Meaning of escalate
Αναβάθμιση
Other Greek words related to Αναβάθμιση
- επιταχύνω
- επεκτείνω
- αύξηση
- Εντατικοποιώ
- ανέβαινω
- οίδημα
- συσσωρεύω
- εκτιμώ
- μπαλόνι
- άνθηση
- αναρριχώμαι
- διευρύνω
- κέρδος
- τοποθετώ
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιάζομαι
- τυλίγω
- χιονόμπαλα
- διαδίδω
- αύξηση
- κερί
- Βλαστος
- χτίζω
- χύμα
- βλαστήσει
- διαστείλω
- αυξάνω
- φουσκώνω
- πήδα
- Μανιτάρι
- κορυφή
- φουσκώνω
- διπλασιάζω
- Πύραυλος
- πύραυλος
Nearest Words of escalate
Definitions and Meaning of escalate in English
escalate (v)
increase in extent or intensity
FAQs About the word escalate
Αναβάθμιση
increase in extent or intensity
επιταχύνω,επεκτείνω,αύξηση,Εντατικοποιώ,ανέβαινω,οίδημα,συσσωρεύω,εκτιμώ,μπαλόνι,άνθηση
Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,υποχωρώ,Σύμβαση,μειώνω,μειώνομαι
escalading => κλιμακούμενη, escalader => αναρριχώμαι, escaladed => κλιμακωθεί, escalade => Αναρρίχηση, escadrille => Μοίρα,