Greek Meaning of proliferate
πολλαπλασιάζομαι
Other Greek words related to πολλαπλασιάζομαι
- επιταχύνω
- συσσωρεύω
- επεκτείνω
- αύξηση
- Εντατικοποιώ
- πολλαπλασιάζω
- ανέβαινω
- οίδημα
- εκτιμώ
- μπαλόνι
- άνθηση
- βλαστήσει
- αναρριχώμαι
- διευρύνω
- Αναβάθμιση
- κέρδος
- τοποθετώ
- Μανιτάρι
- τυλίγω
- χιονόμπαλα
- διαδίδω
- αύξηση
- κερί
- Βλαστος
- χτίζω
- χύμα
- διαστείλω
- αυξάνω
- φουσκώνω
- πήδα
- κορυφή
- φουσκώνω
- διπλασιάζω
- Πύραυλος
- πύραυλος
Nearest Words of proliferate
Definitions and Meaning of proliferate in English
proliferate (v)
grow rapidly
cause to grow or increase rapidly
FAQs About the word proliferate
πολλαπλασιάζομαι
grow rapidly, cause to grow or increase rapidly
επιταχύνω,συσσωρεύω,επεκτείνω,αύξηση,Εντατικοποιώ,πολλαπλασιάζω,ανέβαινω,οίδημα,εκτιμώ,μπαλόνι
Σύμβαση,Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,υποχωρώ,μειώνω,μειώνομαι
pro-lifer => υπέρμαχος της ζωής, pro-life faction => Φιλοζωική παράταξη, pro-life => Υπέρ της ζωής, proletariat => Προλεταριάτο, proletarian => προλετάριος,