Greek Meaning of balloon
μπαλόνι
Other Greek words related to μπαλόνι
- επιταχύνω
- αναρριχώμαι
- επεκτείνω
- αύξηση
- ανέβαινω
- οίδημα
- κερί
- συσσωρεύω
- άνθηση
- Βλαστος
- χτίζω
- διευρύνω
- Αναβάθμιση
- κέρδος
- Εντατικοποιώ
- πήδα
- τοποθετώ
- πολλαπλασιάζω
- Μανιτάρι
- πολλαπλασιάζομαι
- Πύραυλος
- τυλίγω
- χιονόμπαλα
- διαδίδω
- αύξηση
- εκτιμώ
- χύμα
- βλαστήσει
- Κορυφή
- διαστείλω
- αυξάνω
- φουσκώνω
- κορυφή
- φουσκώνω
- διπλασιάζω
- πύραυλος
Nearest Words of balloon
- ballock => όρχεις
- ballium => Τείχος
- ballistocardiograph => Βαλλιστοκαρδιογράφος
- ballistocardiogram => Βαλλιστοκαρδιογράφημα
- ballistite => βαλιστίτης
- ballistics => βαλλιστική
- ballistic trajectory => Βαλλιστική τροχιά
- ballistic pendulum => Βαλλιστικό εκκρεμές
- ballistic missile defense organization => Οργανισμός άμυνας βαλλιστικών πυραύλων
- ballistic missile => βαλλιστικός πύραυλος
Definitions and Meaning of balloon in English
balloon (n)
large tough nonrigid bag filled with gas or heated air
small thin inflatable rubber bag with narrow neck
balloon (v)
ride in a hot-air balloon
become inflated
balloon (n.)
A bag made of silk or other light material, and filled with hydrogen gas or heated air, so as to rise and float in the atmosphere; especially, one with a car attached for aerial navigation.
A ball or globe on the top of a pillar, church, etc., as at St. Paul's, in London.
A round vessel, usually with a short neck, to hold or receive whatever is distilled; a glass vessel of a spherical form.
A bomb or shell.
A game played with a large inflated ball.
The outline inclosing words represented as coming from the mouth of a pictured figure.
balloon (v. t.)
To take up in, or as if in, a balloon.
balloon (v. i.)
To go up or voyage in a balloon.
To expand, or puff out, like a balloon.
FAQs About the word balloon
μπαλόνι
large tough nonrigid bag filled with gas or heated air, small thin inflatable rubber bag with narrow neck, ride in a hot-air balloon, become inflatedA bag made
επιταχύνω,αναρριχώμαι,επεκτείνω,αύξηση,ανέβαινω,οίδημα,κερί,συσσωρεύω,άνθηση,Βλαστος
Σύμβαση,Μείωση,μειώνω,υποχωρώ,μειώνω,λιγώτερο,μειώνομαι
ballock => όρχεις, ballium => Τείχος, ballistocardiograph => Βαλλιστοκαρδιογράφος, ballistocardiogram => Βαλλιστοκαρδιογράφημα, ballistite => βαλιστίτης,