Greek Meaning of crest
Κορυφή
Other Greek words related to Κορυφή
- κορυφή
- κορύφωση
- ύψος
- κορυφή
- κορυφή
- κορυφαίο
- ζενίθ
- Κορυφή
- Απόγειο
- ακρογωνιαίος λίθος
- κορύφωση
- κρεσέντο
- στέμμα
- κεφάλι
- υψηλό σημείο της παλίρροιας
- μεσημβρινός
- Μεσημέρι
- άθροισμα
- σύνοδος κορυφής
- λουλούδι
- άνθος
- καπέλο
- οροφή (orof̱í)
- ακραίο
- άκρο
- Πλημμυρίδα
- λουλούδι
- δόξα
- ακμή
- υψηλός
- μεσημέρι
- Επισημαίνω
- Το καλύτερο
- μεσημέρι
- πρώτος αριθμός
- στέγη
- φιλοδώρημα
- εξαιρετικός
- Κορυφή
Nearest Words of crest
- cresson => Νεροκάρδαμο
- cress plant => Νεροκάρδαμο
- cress green => Πράσινο κάρδαμο
- cress => Καρδάμωνα
- cresol => Κρεζόλη
- crescent-shaped => ημισεληνοειδής
- crescentia cujete => Κρεσκέντια η κογετία
- crescentia => Κολοκύνθη
- crescent-cell anemia => δρεπανοκυτταρική αναιμία
- crescent-cell anaemia => Δρεπανοκυτταρική αναιμία
- crested => Κορυφωμένος
- crested cariama => Καριαμά με λοφίο
- crested coral root => Χτένα κοινή
- crested myna => Μαυρομύτης ερωδιός
- crested penguin => Φουνταριστός πιγκουίνος
- crested screamer => Κουνουπιέρες
- crested swift => Χελιδόνι με λοφίο
- crested wheat grass => το καπάνιο το κομψό
- crested wheatgrass => Agropyrum cristatum
- crestfallen => αποκαρδιωμένος
Definitions and Meaning of crest in English
crest (n)
the top line of a hill, mountain, or wave
the top or extreme point of something (usually a mountain or hill)
the center of a cambered road
(heraldry) in medieval times, an emblem used to decorate a helmet
a showy growth of e.g. feathers or skin on the head of a bird or other animal
crest (v)
lie at the top of
reach a high point
FAQs About the word crest
Κορυφή
the top line of a hill, mountain, or wave, the top or extreme point of something (usually a mountain or hill), the center of a cambered road, (heraldry) in medi
κορυφή,κορύφωση,ύψος,κορυφή,κορυφή,κορυφαίο,ζενίθ,Κορυφή,Απόγειο,ακρογωνιαίος λίθος
βάση,Πάτος,πόδι,ελάχιστος,ναδίρ,βυθός,Άβυσσος
cresson => Νεροκάρδαμο, cress plant => Νεροκάρδαμο, cress green => Πράσινο κάρδαμο, cress => Καρδάμωνα, cresol => Κρεζόλη,