Greek Meaning of pinnacle
κορυφή
Other Greek words related to κορυφή
- κορυφή
- κορύφωση
- ύψος
- κορυφή
- κορυφαίο
- ζενίθ
- Κορυφή
- Απόγειο
- ακρογωνιαίος λίθος
- κορύφωση
- κρεσέντο
- Κορυφή
- στέμμα
- υψηλό σημείο της παλίρροιας
- Επισημαίνω
- μεσημβρινός
- Μεσημέρι
- άθροισμα
- σύνοδος κορυφής
- λουλούδι
- άνθος
- καπέλο
- οροφή (orof̱í)
- ακραίο
- άκρο
- Πλημμυρίδα
- λουλούδι
- δόξα
- κεφάλι
- ακμή
- υψηλός
- μεσημέρι
- Το καλύτερο
- μεσημέρι
- πρώτος αριθμός
- στέγη
- φιλοδώρημα
- εξαιρετικός
- Κορυφή
Nearest Words of pinnacle
Definitions and Meaning of pinnacle in English
pinnacle (n)
(architecture) a slender upright spire at the top of a buttress of tower
the highest level or degree attainable; the highest stage of development
a lofty peak
pinnacle (v)
surmount with a pinnacle
raise on or as if on a pinnacle
pinnacle (n.)
An architectural member, upright, and generally ending in a small spire, -- used to finish a buttress, to constitute a part in a proportion, as where pinnacles flank a gable or spire, and the like. Pinnacles may be considered primarily as added weight, where it is necessary to resist the thrust of an arch, etc.
Anything resembling a pinnacle; a lofty peak; a pointed summit.
pinnacle (v. t.)
To build or furnish with a pinnacle or pinnacles.
FAQs About the word pinnacle
κορυφή
(architecture) a slender upright spire at the top of a buttress of tower, the highest level or degree attainable; the highest stage of development, a lofty peak
κορυφή,κορύφωση,ύψος,κορυφή,κορυφαίο,ζενίθ,Κορυφή,Απόγειο,ακρογωνιαίος λίθος,κορύφωση
βάση,Πάτος,πόδι,ναδίρ,Άβυσσος,ελάχιστος,βυθός
pinnace => pinassa, pinna => Πινακίο, pinky => μικρό δάχτυλο, pink-tipped => Ροζ άκρες, pink-tinged => ροδαλός,