Greek Meaning of meridian
μεσημβρινός
Other Greek words related to μεσημβρινός
- κορυφή
- κορύφωση
- ύψος
- κορυφή
- κορυφή
- κορυφαίο
- ζενίθ
- Κορυφή
- Απόγειο
- ακρογωνιαίος λίθος
- κορύφωση
- κρεσέντο
- Κορυφή
- στέμμα
- κεφάλι
- Μεσημέρι
- άθροισμα
- σύνοδος κορυφής
- λουλούδι
- άνθος
- καπέλο
- οροφή (orof̱í)
- ακραίο
- άκρο
- Πλημμυρίδα
- λουλούδι
- δόξα
- ακμή
- υψηλός
- μεσημέρι
- υψηλό σημείο της παλίρροιας
- Επισημαίνω
- Το καλύτερο
- μεσημέρι
- πρώτος αριθμός
- στέγη
- φιλοδώρημα
- εξαιρετικός
- Κορυφή
Nearest Words of meridian
- meride => μεσημβρινός
- merida => Μέριδα
- mericarp => μερίδιο
- mergus serrator => Στοιχειωτής
- mergus merganser americanus => Αμερικανικό κατσικοπούλι
- mergus merganser => Κακαβιάρης
- mergus albellus => Δύτης ο μικρόσωμος
- mergus => Μερμηγκιάρης
- merging => συγχώνευση
- merger agreement => Συμφωνία συγχώνευσης
Definitions and Meaning of meridian in English
meridian (n)
the highest level or degree attainable; the highest stage of development
a town in eastern Mississippi
an imaginary great circle on the surface of the earth passing through the north and south poles at right angles to the equator
meridian (a)
of or happening at noon
meridian (s)
being at the best stage of development
meridian (a.)
Being at, or pertaining to, midday; belonging to, or passing through, the highest point attained by the sun in his diurnal course.
Pertaining to the highest point or culmination; as, meridian splendor.
Midday; noon.
Hence: The highest point, as of success, prosperity, or the like; culmination.
A great circle of the sphere passing through the poles of the heavens and the zenith of a given place. It is crossed by the sun at midday.
A great circle on the surface of the earth, passing through the poles and any given place; also, the half of such a circle included between the poles.
FAQs About the word meridian
μεσημβρινός
the highest level or degree attainable; the highest stage of development, a town in eastern Mississippi, an imaginary great circle on the surface of the earth p
κορυφή,κορύφωση,ύψος,κορυφή,κορυφή,κορυφαίο,ζενίθ,Κορυφή,Απόγειο,ακρογωνιαίος λίθος
βάση,Πάτος,πόδι,ναδίρ,Άβυσσος,ελάχιστος,βυθός
meride => μεσημβρινός, merida => Μέριδα, mericarp => μερίδιο, mergus serrator => Στοιχειωτής, mergus merganser americanus => Αμερικανικό κατσικοπούλι,