Greek Meaning of redouble
διπλασιάζω
Other Greek words related to διπλασιάζω
- εμβαθύνω
- βελτιώνω
- αυξάνω
- Εντατικοποιώ
- ενισχύω
- εστιάζω
- ενισχύω
- ενισχύω
- διευρύνω
- ενοποίηση
- επεκτείνω
- μεγενθύνω
- ενισχύω
- ακονίζω
- αυξάνω
- επιταχύνω
- επιδεινώνω
- αυξάνω
- τονίζω
- επιβάλλω
- διευρύνω
- ζωντανεύω
- επιδεινώνω
- επεκτείνω
- επιταχύνω
- επιμηκύνω
- Μεγιστοποιώ
- επιταχύνω
- ενισχύω
- ενισχύω εκ νέου
- στρες
- συμπλήρωμα
- ενισχύω
- Βόειο κρέας (περισσότερο)
- τζαζάρω
- σημείο (επάνω)
Nearest Words of redouble
Definitions and Meaning of redouble in English
redouble (v)
double in magnitude, extent, or intensity
double again
make twice as great or intense
redouble (v. t.)
To double again or repeatedly; to increase by continued or repeated additions; to augment greatly; to multiply.
redouble (v. i.)
To become greatly or repeatedly increased; to be multiplied; to be greatly augmented; as, the noise redoubles.
FAQs About the word redouble
διπλασιάζω
double in magnitude, extent, or intensity, double again, make twice as great or intenseTo double again or repeatedly; to increase by continued or repeated addit
εμβαθύνω,βελτιώνω,αυξάνω,Εντατικοποιώ,ενισχύω,εστιάζω,ενισχύω,ενισχύω,διευρύνω,ενοποίηση
μειώνω,Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,μέτριος,μειώνω,εξασθενώ,απαλύνω (κάτω),ανακουφίζω,υποχωρώ
red-orange => Κόκκινο-πορτοκαλί, redonda => Νήσος Ρενόντα, redolent => ευωδιαστός, redolency => άρωμα, redolence => άρωμα,