Greek Meaning of maximize
Μεγιστοποιώ
Other Greek words related to Μεγιστοποιώ
- αυξάνω
- ενισχύω
- βελτιώνω
- αύξηση
- επιταχύνω
- μεγαλοποιώ
- ενισχύω
- διευρύνω
- Αναβάθμιση
- επεκτείνω
- επεκτείνω
- Εντατικοποιώ
- πολλαπλασιάζω
- παρατείνω
- ενισχύω
- αναζωπυρώ
- προσθέτω (σε)
- ανεβαίνω
- Έκρηξη
- χτίζω
- συμπλήρωμα
- σύνθετο
- Αναπτύσσω
- διαστέλλομαι
- διαστείλω
- βγάζω έξω
- επιμηκύνω
- αυξάνω
- Υπερβολική διαφήμιση
- φουσκώνω
- επιμηκύνω
- μεγενθύνω
- παρατείνειν
- ανυψώνω
- ενισχύω
- ενισχύω
- Τέντωμα
- συμπλήρωμα
- οίδημα
- πάνω
- Αναπτύσσω
- φουσκώνω
- τριχτροποίο (πάνω)
- αυξάνω
- μεγάλο
Nearest Words of maximize
- maximization => μεγιστοποίηση
- maximising => μεγιστοποίηση
- maximise => μεγιστοποιώ
- maximisation => μεγιστοποίηση
- maximilien paul emile littre => Maximilien Paul Émile Littré
- maximilian's sunflower => Ηλίανθος ο μαξιμιλιανός
- maximilian => Μαξιμιλιανός
- maximian => Μαξιμιανός
- maximation => μεγιστοποίηση
- maximally => στο μέγιστο
- maximizing => μεγιστοποίηση
- maximum => μέγιστο
- maximum and minimum thermometer => Θερμόμετρο μέγιστης και ελάχιστης θερμοκρασίας
- maxmilien de bethune => Μάξιμιλιέν ντε Μπεθύν
- maxmillien marie isidore de robespierre => Μαξιμιλιάν Μαρί Ισιντόρ ντε Ροβεσπιέρ
- maxostoma => μαξόστομα
- maxwell => μέγιστο
- maxwell anderson => Μάξγουελ Άντερσον
- maxwell-boltzmann distribution law => Νόμος κατανομής Maxwell-Boltzmann
- maxwell's demon => Δαίμονας του Μάξγουελ
Definitions and Meaning of maximize in English
maximize (v)
make as big or large as possible
make the most of
maximize (v. t.)
To increase to the highest degree.
FAQs About the word maximize
Μεγιστοποιώ
make as big or large as possible, make the most ofTo increase to the highest degree.
αυξάνω,ενισχύω,βελτιώνω,αύξηση,επιταχύνω,μεγαλοποιώ,ενισχύω,διευρύνω,Αναβάθμιση,επεκτείνω
Μείωση,μειώνω,ελαχιστοποιώ,μειώνω,μειώνω,συντομογραφία,Συντομεύω,περικόπτω,μείωση,μειώνω
maximization => μεγιστοποίηση, maximising => μεγιστοποίηση, maximise => μεγιστοποιώ, maximisation => μεγιστοποίηση, maximilien paul emile littre => Maximilien Paul Émile Littré,