Greek Meaning of compress
συμπιέζω
Other Greek words related to συμπιέζω
Nearest Words of compress
- comprehensiveness => πληρότητα
- comprehensively => Περιεκτικός
- comprehensive school => Ενιαίο σχολείο
- comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση
- comprehensive => ολοκληρωμένο
- comprehension => κατανόηση
- comprehensible => κατανοητός
- comprehensibility => κατανοητότητα
- comprehendible => κατανοητός
- comprehended => Κατάλαβα
- compressed => συμπιεσμένος
- compressed air => Πεπιεσμένος αέρας
- compressed gas => Συμπιεσμένο αέριο
- compressed yeast => μαγιά
- compressibility => Συμπιεστότητα
- compressible => Συμπιέσιμο
- compressing => συμπιέζοντας
- compression => συμπίεση
- compression bandage => Επίδεση συμπίεσης
- compression fracture => Σπασμός θλίψης
Definitions and Meaning of compress in English
compress (n)
a cloth pad or dressing (with or without medication) applied firmly to some part of the body (to relieve discomfort or reduce fever)
compress (v)
make more compact by or as if by pressing
squeeze or press together
FAQs About the word compress
συμπιέζω
a cloth pad or dressing (with or without medication) applied firmly to some part of the body (to relieve discomfort or reduce fever), make more compact by or as
πυκνώνω,πιέζω,κάψουλα,εγκλωβίζω,κατάρρευση,συμπαγής,ενοποίηση,συσφίγγω,συστέλλω,στοιβάζω
αποσυμπιέζω,επεκτείνω,ανοιχτό,διαστέλλομαι,διασπείρω,διαλύω,διαστείλω,φουσκώνω,απλωμένος,εκτείνω
comprehensiveness => πληρότητα, comprehensively => Περιεκτικός, comprehensive school => Ενιαίο σχολείο, comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση, comprehensive => ολοκληρωμένο,