Greek Meaning of compressed
συμπιεσμένος
Other Greek words related to συμπιεσμένος
- συμπαγής
- πυκνό
- σκληρυμένο
- σκληρυμένος
- θερμικός
- συμπυκνωμένο
- άκαμπτος
- σκληρυμένο στην επιφάνεια
- κοντά
- στερεός
- σκληρός
- βαρύς
- ανελαστικό
- άκαμπτος
- άκαμπτος
- στερεός
- άκαμπτος
- παχύς
- Χοντρός
- άκαμπτος
- αμετάπειστος
- Συμπυκνωμένο
- αδαμάντινος
- Αδιαπέραστο
- αδιαπέραστο
- Μη πορώδες
- ράβδος καθαρισμού
- βραχώδης
- γερός
- ουσιαστικός
Nearest Words of compressed
- compress => συμπιέζω
- comprehensiveness => πληρότητα
- comprehensively => Περιεκτικός
- comprehensive school => Ενιαίο σχολείο
- comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση
- comprehensive => ολοκληρωμένο
- comprehension => κατανόηση
- comprehensible => κατανοητός
- comprehensibility => κατανοητότητα
- comprehendible => κατανοητός
- compressed air => Πεπιεσμένος αέρας
- compressed gas => Συμπιεσμένο αέριο
- compressed yeast => μαγιά
- compressibility => Συμπιεστότητα
- compressible => Συμπιέσιμο
- compressing => συμπιέζοντας
- compression => συμπίεση
- compression bandage => Επίδεση συμπίεσης
- compression fracture => Σπασμός θλίψης
- compression projectile => Πυροβόλο συμπίεσης
Definitions and Meaning of compressed in English
compressed (s)
pressed tightly together
reduced in volume by pressure
flattened laterally along the whole length (e.g., certain leafstalks or flatfishes)
FAQs About the word compressed
συμπιεσμένος
pressed tightly together, reduced in volume by pressure, flattened laterally along the whole length (e.g., certain leafstalks or flatfishes)
συμπαγής,πυκνό,σκληρυμένο,σκληρυμένος,θερμικός,συμπυκνωμένο,άκαμπτος,σκληρυμένο στην επιφάνεια,κοντά,στερεός
ελαστικός,χαλαρός,ευέλικτος,χαλαρός,λειαντός,εύκαμπτος, εύπλαστος,διασκορπισμένο,μαλακός,σπογγώδης,λεπτός
compress => συμπιέζω, comprehensiveness => πληρότητα, comprehensively => Περιεκτικός, comprehensive school => Ενιαίο σχολείο, comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση,