Greek Meaning of ramrod
ράβδος καθαρισμού
Other Greek words related to ράβδος καθαρισμού
- αυταρχικός
- σκληρός
- σκληρυμένο
- σκληρός
- άκαμπτος
- αυστηρός
- πρύμνη
- αυστηρός
- σκληρός
- αυστηρός
- απαιτητικός
- Φlinstones
- βαρύς
- αδέξιος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- σοβαρός
- σταθερός
- άκαμπτος
- άκαμπτος
- αμετάπειστος
- αδαμάντινος
- ασκητής
- ασκητικός
- εκφοβισμός
- εκφοβισμός
- σκληρόκαρδος
- αποφασισμένος
- επίμονος
- κατσούφης
- απαιτητικός
- στερεός
- Σκληρή γραμμή
- Σκληρόκαρδος
- ακίνητος
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- αδάμαστος
- μοναστικός
- μοναστικός
- πεισματάρης
- Οστεοποιημένος
- άσπλαχνος
- Επιλεγμένο
- σκληρό σαν πέτρα
- αποφασισμένος
- αναίσθητος
- αδιάλλακτος
- σταθερός
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- εύκολος
- εύκολος
- ανεκτικός
- ήπιος
- επιεικής
- χαλαρός
- επιεικής
- ήπιος
- ασθενής
- μαλακός
- ανεκτικός
- Αποδεκτός
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- φιλανθρωπικός
- ήπιος
- ευέλικτος
- ευγενικός
- ελεήμων
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- μη αποκριτικός
- ανεπιτήδευτο
- πρόθυμος
- υποχωρητικός
- Επιδεκτικός
- υπάκουος
- συμβατός
- ανένδοτος
- χαλαρός
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- μαλακοκάδιας
Nearest Words of ramrod
- ram's horn => Κέρατο κριού
- ramsay hunt syndrome => Σύνδρομο Ramsay Hunt
- ramses => Ραμσής
- ramses ii => Ραμσής Β'
- ramses the great => Ραμσής ο Μέγας
- ramshackle => ετοιμόρροπο
- ram's-head => Κεφάλι κριαριού
- ram's-head lady's slipper => Παντόφλα κυρίας με κεφάλι κριού
- ramson => αγριοκρεμμυδα
- ramsons => άγριο κρεμμυδάκι
Definitions and Meaning of ramrod in English
ramrod (n)
a rod used to ram the charge into a muzzle-loading firearm
a harshly demanding overseer
a rod used to clean the barrel of a firearm
ramrod (n.)
The rod used in ramming home the charge in a muzzle-loading firearm.
FAQs About the word ramrod
ράβδος καθαρισμού
a rod used to ram the charge into a muzzle-loading firearm, a harshly demanding overseer, a rod used to clean the barrel of a firearmThe rod used in ramming hom
αυταρχικός,σκληρός,σκληρυμένο,σκληρός,άκαμπτος,αυστηρός,πρύμνη,αυστηρός,σκληρός,αυστηρός
εύκολος,εύκολος,ανεκτικός,ήπιος,επιεικής,χαλαρός,επιεικής,ήπιος,ασθενής,μαλακός
rampler => Rambler, rampire => Τείχος, rampion bellflower => Ραμπόντσελ, rampion => ραπουνζέλ, ramping => Ράμπα,