Greek Meaning of undemanding
ανεπιτήδευτο
Other Greek words related to ανεπιτήδευτο
Nearest Words of undemanding
- undemocratic => αντιδημοκρατικός
- undemocratically => αντιδημοκρατικά
- undemonstrative => ανέκφραστος
- undeniable => Αδιαμφισβήτητος
- undeniably => αδιαμφισβήτητα
- undenominational => ανεξαρτησία
- undepartable => αδιαίρετο
- undependability => αναξιοπιστία
- undependable => αναξιόπιστος
- undependableness => αναξιοπιστία
Definitions and Meaning of undemanding in English
undemanding (a)
requiring little if any patience or effort or skill
FAQs About the word undemanding
ανεπιτήδευτο
requiring little if any patience or effort or skill
ασκόπως,τυχαίος,αδιαφορία,τυχαίος,πρόχειρος,ακρτικός,αδιάκριτος,ανέμελος,μη επιλεκτικός,Αρκετός
απαιτητικός,διακριτικός,διαχωριστικός,απαιτητικός,απαιτητικός,επιλεκτικός,επιλεκτικός,συνετός,ιδιαίτερο,κακόβουλος
undelineated => ακαθόριστος, undeify => αποθεώνω, undefined => Απροσδιόριστος, undefine => απροσδιόριστο, undefinable => ακαθόριστος,