Greek Meaning of undemanding

ανεπιτήδευτο

Other Greek words related to ανεπιτήδευτο

Definitions and Meaning of undemanding in English

Wordnet

undemanding (a)

requiring little if any patience or effort or skill

FAQs About the word undemanding

ανεπιτήδευτο

requiring little if any patience or effort or skill

ασκόπως,τυχαίος,αδιαφορία,τυχαίος,πρόχειρος,ακρτικός,αδιάκριτος,ανέμελος,μη επιλεκτικός,Αρκετός

απαιτητικός,διακριτικός,διαχωριστικός,απαιτητικός,απαιτητικός,επιλεκτικός,επιλεκτικός,συνετός,ιδιαίτερο,κακόβουλος

undelineated => ακαθόριστος, undeify => αποθεώνω, undefined => Απροσδιόριστος, undefine => απροσδιόριστο, undefinable => ακαθόριστος,