Greek Meaning of indiscriminate
αδιάκριτος
Other Greek words related to αδιάκριτος
- διάφορα
- εκλεκτικός
- μικτός
- ποικίλω
- χαοτικός
- ποικίλος
- ετερογενής
- ακατάστατος
- διάφορα
- Πατσγουόρκ
- νεροχύτης
- μικτός
- ακατάστατο
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- μπερδεμένος
- αποδιοργανωμένος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- διαφορετικός
- αποκλίνων
- Υβρίδιο
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- Καρακάξα
- πολλαπλή
- αναμεμιγμένα
- ποικιλόμορφος
- μπερδεμένος
- πολυποίκιλος
- πολλαπλές
- πολυπλέκτης
- αμέτρητος
- άσπρος με μαύρες βούλες
- ετερόκλητος
- διάφορα
- αταξινόμητος
- διάφοροι
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- κουρελιασμένος
Nearest Words of indiscriminate
- indiscriminately => αδιάκριτα
- indiscriminating => αδιαφορία
- indiscrimination => Μη διάκριση
- indiscriminative => Αδιάκριτος
- indiscussed => αδιαμφισβήτητος
- indisdolubility => αδιαλυτότητα
- indispensability => αναγκαιότητα
- indispensable => αναντικατάστατος
- indispensableness => απαραίτητο
- indispensably => απαραίτητα
Definitions and Meaning of indiscriminate in English
indiscriminate (s)
failing to make or recognize distinctions
indiscriminate (a)
not marked by fine distinctions
indiscriminate (a.)
Not discriminate; wanting discrimination; undistinguishing; not making any distinction; confused; promiscuous.
FAQs About the word indiscriminate
αδιάκριτος
failing to make or recognize distinctions, not marked by fine distinctionsNot discriminate; wanting discrimination; undistinguishing; not making any distinction
διάφορα,εκλεκτικός,μικτός,ποικίλω,χαοτικός,ποικίλος,ετερογενής,ακατάστατος,διάφορα,Πατσγουόρκ
Ομοιογενής,ίδιος,στολή,ταυτόσημος,άτομο,σαν,μονολιθικός,όμοιος,διακριτός,διακριτικός
indiscretion => απροσεξία, indiscrete => αδιάκριτος, indiscreetness => αδιακρισία, indiscreetly => αδιάκριτα, indiscreet => αδιάκριτος,