Greek Meaning of chaotic
χαοτικός
Other Greek words related to χαοτικός
- ακατάστατο
- μπερδεμένος
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- ακατάστατος
- αποδιοργανωμένος
- ακατάστατος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- Βρόμικος
- ανάκατα
- χάλασε
- μπερδεμένος
- βρώμικο
- τσαλακωμένος
- τριχωτός
- απρόσεκτος
- Λεκιασμένος
- μπερδεμένος
- ανάποδα
- αχτένιστος
- αναποδογύρισμα
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
- εκτός άρθρωσης
- Νοθευμένο
- αγκαθωτός
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος
- βρώμικος με μούργα
- λερωμένος
- μαυρισμένος
- Μολυσμένος
- κακός
- βεβηλωμένος
- μουντός
- παλιομοδίτικος
- κουρασμένος
- φάουλ
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- βρόμικος
- βρώμικος
- γκράντζι
- κρυφά
- δεμένο
- χαμηλής ποιότητας
- ανακατεμένα
- ακατάστατος
- παραμελημένος
- αμελής
- αμελής
- άνω κάτω
- μολυσμένος
- ξεπεσμένος
- φθαρμένος
- ατημέλητος
- ύπουλος
- σλοβένικος
- ατημέλητος
- γρύλισε
- λερωμένος
- βρώμικος
- Στιγμένος
- άθλιος
- μολυσμένος
- Ακάθαρτος
- ακάθαρτα
- αχτένιστο
- ανάποδα
- άνω κάτω
- λερωμένο
- Μολυσμένο
- Καθαρός
- καθαρισμένος
- Κροκαλένια
- καθαρός
- παραγγελθέντα
- οργανωμένος
- οργανωμένος
- συστηματικός
- τακτοποιημένος
- Διακόσμηση
- Ακατάστατος
- καλά τακτοποιημένο
- αντισηπτικό
- προσεκτικός
- Καθαρά
- απαιτητικός
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- υγιεινός
- άμωμος
- Καλοχτενισμένος
- μεθοδικός
- μεθοδικός
- σχολαστικός
- τακτικός
- Γρήγορα
- άνετος
- λαμπερά
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- άψογος
- ανοξείδωτο
- τακτοποιημένο
- αμόλυντος
- αμόλυντος
- τακτοποιημένος
- συστηματοποιημένο
- καπελοθήκη
- χτενισμένο
- καλλωπισμένος
- περιποιημένος
- αμόλυντος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- Περιποιημένος
- υγιεινός
Nearest Words of chaotic
Definitions and Meaning of chaotic in English
chaotic (s)
lacking a visible order or organization
completely unordered and unpredictable and confusing
chaotic (a)
of or relating to a sensitive dependence on initial conditions
chaotic (a.)
Resembling chaos; confused.
FAQs About the word chaotic
χαοτικός
lacking a visible order or organization, completely unordered and unpredictable and confusing, of or relating to a sensitive dependence on initial conditionsRes
ακατάστατο,μπερδεμένος,μπλεγμένος,σκορπισμένα,ακατάστατος,αποδιοργανωμένος,ακατάστατος,αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος
Καθαρός,καθαρισμένος,Κροκαλένια,καθαρός,παραγγελθέντα,οργανωμένος,οργανωμένος,συστηματικός,τακτοποιημένος,Διακόσμηση
chaos => χάος, chaomancy => χαιομαντεία, chao phraya => Τσάο Φράγια, chanukkah => Χανουκά, chanukah => Χανουκά,