Greek Meaning of meticulous
σχολαστικός
Other Greek words related to σχολαστικός
- προσεκτικός
- συνειδητός
- επιμελής
- αγαπώντας
- προσεκτικός
- εντατικός
- επιμελής
- ασθενής
- συνειδητός
- εμπεριστατωμένος
- στοχαστικός
- ακριβής
- εργατικός
- προσεκτικός, προσεκτική
- επιφυλακτικός
- συνετός
- κριτική
- εσκεμμένος
- απαιτητικός
- διαχωριστικός
- απαιτητικός
- εξαντλητικός
- απαιτητικός
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- Φρουρούμενος
- ακούραστος
- ενσυνείδητος
- παρατηρητικός
- ιδιαίτερο
- επίμονος
- ακριβής
- επιμελής
- αργός
- αυστηρός
- επίμονος
- διεξοδικός
- ακούραστος
- άγρυπνος
- επιφυλακτικός
- επαγρυπνών
- ζηλωτής
- απρόσεκτος
- πρόχειρος
- χλιαρός
- απρόσεκτος
- αμελής
- ανεξάρτητα
- έντονος
- παρορμητικός
- ανακριβής
- ανακριβής
- απρόσεκτος
- απερίσκεπτος
- χαλαρός
- ανόητος
- αμελής
- απερίσκεπτος
- ατημέλητος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- ακρτικός
- απροστάτευτος
- Επικίνδυνος
- απρόσεκτος
- αδιάφορος
- αδιάφορος
- αδιάφορος
- τεμπέλης
- Δερματικό εξάνθημα
- ανεπιτήδευτο
- αδιάκριτος
Nearest Words of meticulous
- meticulosity => σχολαστικότητα
- meticorten => Meticorten®
- metical => Metical
- metic => προσεκτικός
- methysticin => μεθυστυκίνη
- methylthionine chloride => Χλωριούχος μεθυλοθειονίνη
- methylphenidate => μεθυλοφαινιδάτη
- methylic => μεθυλικός
- methylene radical => Ριζικό μεθυλενίου
- methylene group => Μεθυλενική ομάδα
Definitions and Meaning of meticulous in English
meticulous (s)
marked by precise accordance with details
marked by extreme care in treatment of details
meticulous (a.)
Timid; fearful.
FAQs About the word meticulous
σχολαστικός
marked by precise accordance with details, marked by extreme care in treatment of detailsTimid; fearful.
προσεκτικός,συνειδητός,επιμελής,αγαπώντας,προσεκτικός,εντατικός,επιμελής,ασθενής,συνειδητός,εμπεριστατωμένος
απρόσεκτος,πρόχειρος,χλιαρός,απρόσεκτος,αμελής,ανεξάρτητα,έντονος,παρορμητικός,ανακριβής,ανακριβής
meticulosity => σχολαστικότητα, meticorten => Meticorten®, metical => Metical, metic => προσεκτικός, methysticin => μεθυστυκίνη,