Greek Meaning of mindful

ενσυνείδητος

Other Greek words related to ενσυνείδητος

Definitions and Meaning of mindful in English

Wordnet

mindful (a)

bearing in mind; attentive to

Webster

mindful (a.)

Bearing in mind; regardful; attentive; heedful; observant.

FAQs About the word mindful

ενσυνείδητος

bearing in mind; attentive toBearing in mind; regardful; attentive; heedful; observant.

ενήμερος,ανήσυχος,προσεκτικός,συνειδητός,συνειδητός,προσεκτικός,ε разумный,Αισθαντικό,επιφυλακτικός,συναγερμός

ανυποψίαστος,εν αγνοία,Αναίσθητος,απρόσεκτος (aprósektos),άθελά του,απρόσεκτος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,απερίσκεπτος,αναίσθητος

mind-expanding => Διευρυμένης διάνοιας, minder => φρουρός, minden => όλοι, minded => νους, mind-boggling => εκπληκτικό,