Greek Meaning of minding
έχοντας υπόψη
Other Greek words related to έχοντας υπόψη
Nearest Words of minding
Definitions and Meaning of minding in English
minding (p. pr. & vb. n.)
of Mind
minding (n.)
Regard; mindfulness.
FAQs About the word minding
έχοντας υπόψη
of Mind, Regard; mindfulness.
ακρόαση,παρών,ακρόαση,harking,ακρόαση,ακούγοντας,δίνοντας σημασία,ακούω με προσοχή
αγνοώντας,έκπτωση,αγνοώντας,Συντονισμός
mindfulness => Ενσυνειδητότητα, mindfully => συνειδητά, mindful => ενσυνείδητος, mind-expanding => Διευρυμένης διάνοιας, minder => φρουρός,