Greek Meaning of harking
harking
Other Greek words related to harking
Nearest Words of harking
Definitions and Meaning of harking in English
harking
listen sense 1, to pay close attention
FAQs About the word harking
harking
listen sense 1, to pay close attention
ακρόαση,ακρόαση,παρών,ακρόαση,ακούγοντας,δίνοντας σημασία,έχοντας υπόψη,ακούω με προσοχή
αγνοώντας,έκπτωση,αγνοώντας,Συντονισμός
harkening back (to) => αναφερόμενος (σε), harkening => ακρόαση, harkened back (to) => επέστρεψε (σε), harkened => άκουσε, harken back (to) => Ανακαλώ (πίσω),