FAQs About the word harking

harking

listen sense 1, to pay close attention

ακρόαση,ακρόαση,παρών,ακρόαση,ακούγοντας,δίνοντας σημασία,έχοντας υπόψη,ακούω με προσοχή

αγνοώντας,έκπτωση,αγνοώντας,Συντονισμός

harkening back (to) => αναφερόμενος (σε), harkening => ακρόαση, harkened back (to) => επέστρεψε (σε), harkened => άκουσε, harken back (to) => Ανακαλώ (πίσω),