Greek Meaning of heeding

δίνοντας σημασία

Other Greek words related to δίνοντας σημασία

Definitions and Meaning of heeding in English

Webster

heeding (p. pr. & vb. n.)

of Heed

FAQs About the word heeding

δίνοντας σημασία

of Heed

προσεκτικός,επιφυλακτικός,συνετός,προσεκτικός,ενσυνείδητος,παρατηρητικός,σχετικά,άγρυπνος,επιφυλακτικός,επαγρυπνών

απρόσεκτος,απρόσεκτος,χαλαρός,τεμπέλης,αμελής,παραμελώ,αμελής,απερίσκεπτος,αμελής,Χαλαρός

heedfulness => Προσοχή, heedfully => προσεκτικά, heedful => προσεκτικός, heeded => έδωσε προσοχή, heed => Προσέχω,