Greek Meaning of gingerly

προσεκτικά

Other Greek words related to προσεκτικά

Definitions and Meaning of gingerly in English

Wordnet

gingerly (s)

with extreme care or delicacy

Wordnet

gingerly (r)

in a gingerly manner

Webster

gingerly (adv.)

Cautiously; timidly; fastidiously; daintily.

FAQs About the word gingerly

προσεκτικά

with extreme care or delicacy, in a gingerly mannerCautiously; timidly; fastidiously; daintily.

προσεκτικός,προσεκτικός,επιφυλακτικός,συναγερμός,επιφυλακτικός,συνετός,συντηρητικός,προσεκτικός,Φρουρούμενος,προσεκτικός

έντονος,θρασύς,απρόσεκτος,απρόσεκτος,παρορμητικός,Δερματικό εξάνθημα,απερίσκεπτος,ανεξάρτητα,απροστάτευτος,απρόσεκτος (aprósektos)

gingerbread man => Μπισκοτόσπιτο, gingerbread => Μελόψωμο, ginger up => αναζωογονώ, ginger snap => μελόμακάρονο, ginger rogers => Τζίντζερ Ρότζερς,