Greek Meaning of unintentional
ακούσιο
Other Greek words related to ακούσιο
- υπολογισμένος
- εσκεμμένος
- αναπόφευκτος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- προγραμματισμένη
- προμελετημένο
- βέβαιος
- συνειδητός
- προορισμένος
- αναμενόμενος
- σταθερός
- προβλέψιμος
- προβλεπόμενος
- προκαθορισμένος
- προβλέψιμος
- συνταγογραφημένο
- σετ
- σίγουρα
- εθελοντικός
- εσκεμμένος
- προσχεδιασμένος
- εκ προθέσεως
- προαποφασισμένος
- γνώση
- προκαθορισμένος
- αυθόρμητο
- εθελοντής
- εκούσιος
- προκαθορισμένος
Nearest Words of unintentional
Definitions and Meaning of unintentional in English
unintentional (a)
done or made or performed with purpose and intent
unintentional (s)
not done with purpose or intent
FAQs About the word unintentional
ακούσιο
done or made or performed with purpose and intent, not done with purpose or intent
τυχαίο,ανεπίσημος,ευκαιρία,,ακούσιος,τυχαίο,απροσδόκητος,ακούσιος,απρογραμμάτιστος,μη προμελετημένο
υπολογισμένος,εσκεμμένος,αναπόφευκτος,σκοπούμενος,εκούσιος,προγραμματισμένη,προμελετημένο,βέβαιος,συνειδητός,προορισμένος
unintended => ακούσιος, unintelligibly => ακατανόητα, unintelligible => ακατανόητος, unintelligibility => ακαταληψία, unintegrated => μη ενσωματωμένος,