Greek Meaning of predetermined

προκαθορισμένος

Other Greek words related to προκαθορισμένος

Definitions and Meaning of predetermined in English

Wordnet

predetermined (s)

set in advance

FAQs About the word predetermined

προκαθορισμένος

set in advance

προορισμένος,μοιραίος,προαποφασισμένος,δυνατόν,προκαθορισμένος,προκαθορισμένος,πιθανός,αποφάσισε,ορισμένος,αναπόφευκτος

αποφευκτό,αμφισβητήσιμος,αβέβαιος,αβέβαιος,αμφίβολος,αμφίβολος,αποφευκτέος, -α, -ο,απίθανος,αποτρέψιμο,τρεμάμενος

predetermine => Προκαθορίζω, predetermination => προκαθορισμός, predestined => προκαθορισμένος, predestine => προορίζω, predestinationist => προορισμός,