Greek Meaning of preordained
προκαθορισμένος
Other Greek words related to προκαθορισμένος
Nearest Words of preordained
- preordaining => προκαθορίζοντας
- pre-owned => Μεταχειρισμένο
- prep schools => Σχολεία προετοιμασίας
- preparations => Προετοιμασίες
- preparatory schools => προπαρασκευαστικά σχολεία
- prepare (for) => προετοιμάζω (για)
- preparer => ετοιμαστής
- prepares => ετοιμάζεται
- preparing => προετοιμάζει
- preparing (for) => προετοιμάζεται (για)
Definitions and Meaning of preordained in English
preordained
to decree or ordain in advance, foreordain
FAQs About the word preordained
προκαθορισμένος
to decree or ordain in advance, foreordain
προορισμένος,μοιραίος,προαποφασισμένος,δυνατόν,προκαθορισμένος,προκαθορισμένος,πιθανός,αποφάσισε,ορισμένος,αναπόφευκτος
αποφευκτό,αποτρέψιμο,αμφισβητήσιμος,αβέβαιος,ασαφές,αβέβαιος,αμφίβολος,αμφίβολος,αποφευκτέος, -α, -ο,απίθανος
preoccupying => Προβληματικός, preoccupations => ανησυχίες, prenotion => προαίσθημα, prename => όνομα, premonitions => προαισθήματα,