Greek Meaning of avoidable
αποφευκτό
Other Greek words related to αποφευκτό
Nearest Words of avoidable
- avoid => αποφεύγω
- avogadro's number => Αριθμός του Αβογκάντρο
- avogadro's law => Νόμος του Αβογκάντρο
- avogadro's hypothesis => Υπόθεση του Αβογκάντρο
- avogadro number => Σταθερά του Αβογκάντρο
- avogadro => Αβογκάντρο
- avocet => αβοκέτα
- avocative => υποβλητικός
- avocational => Ερασιτεχνικός
- avocation => χόμπι
Definitions and Meaning of avoidable in English
avoidable (a)
capable of being avoided or warded off
avoidable (a.)
Capable of being vacated; liable to be annulled or made invalid; voidable.
Capable of being avoided, shunned, or escaped.
FAQs About the word avoidable
αποφευκτό
capable of being avoided or warded offCapable of being vacated; liable to be annulled or made invalid; voidable., Capable of being avoided, shunned, or escaped.
αποτρέψιμο,προληπτικός,αβέβαιος,αβέβαιος,αποφευκτέος, -α, -ο,αμφισβητήσιμος,τρεμάμενος,ασαφές,αναξιόπιστος,αμφίβολος
βέβαιος,αναπόφευκτο,αναπόφευκτος,απαραίτητος,σίγουρα,αναπόφευκτο,αποφάσισε,ορισμένος,αναπόδραστος,αναπόφευκτος
avoid => αποφεύγω, avogadro's number => Αριθμός του Αβογκάντρο, avogadro's law => Νόμος του Αβογκάντρο, avogadro's hypothesis => Υπόθεση του Αβογκάντρο, avogadro number => Σταθερά του Αβογκάντρο,