Greek Meaning of inevitable
αναπόφευκτος
Other Greek words related to αναπόφευκτος
- απαραίτητος
- δυνατόν
- αναπόφευκτο
- βέβαιος
- ορισμένος
- στην τσάντα
- στα χαρτιά
- αναπόδραστος
- αναπόφευκτο
- στις κάρτες
- πιθανός
- αμείλικτος
- σίγουρα
- αναπόφευκτος
- αποφάσισε
- προορισμένος
- μοιραίος
- αναπόφευκτος
- αναπόφευκτος
- πιθανός
- προκαθορισμένος
- προκαθορισμένος
- προκαθορισμένος
- εγκαταστημένος
- unremitting **ακατάπαυστος
- ασταμάτητο
Nearest Words of inevitable
Definitions and Meaning of inevitable in English
inevitable (n)
an unavoidable event
inevitable (a)
incapable of being avoided or prevented
inevitable (s)
invariably occurring or appearing
inevitable (a.)
Not evitable; incapable of being shunned; unavoidable; certain.
Irresistible.
FAQs About the word inevitable
αναπόφευκτος
an unavoidable event, incapable of being avoided or prevented, invariably occurring or appearingNot evitable; incapable of being shunned; unavoidable; certain.,
απαραίτητος,δυνατόν,αναπόφευκτο,βέβαιος,ορισμένος,στην τσάντα,στα χαρτιά,αναπόδραστος,αναπόφευκτο,στις κάρτες
αποφευκτό,αμφίβολος,αποτρέψιμο,αβέβαιος,αβέβαιος,αμφίβολος,αποφευκτέος, -α, -ο,απίθανος,προληπτικός,αμφισβητήσιμος
inevitability => αναπόφευκτο, inevident => Αδιάκριτος, inevidence => αναπόδεικτο, inevasible => αναπόφευκτος, inestimably => ανεκτίμητα,