FAQs About the word inevitability

αναπόφευκτο

the quality of being unavoidableImpossibility to be avoided or shunned; inevitableness.

βεβαιότητα,αναπόφευκτο,πιθανότητα,πιθανότητα,αναπόφευκτο,αναπόφευκτο

αβεβαιότητα,απίθανοτητα,προληπτικότητα,απίθανο,αμφιβολία,Αμφιβολία,απίθανο

inevident => Αδιάκριτος, inevidence => αναπόδεικτο, inevasible => αναπόφευκτος, inestimably => ανεκτίμητα, inestimable => ανεκτίμητος,