Greek Meaning of inexactitude
Ανακρίβεια
Other Greek words related to Ανακρίβεια
Nearest Words of inexactitude
Definitions and Meaning of inexactitude in English
inexactitude (n)
the quality of being inexact
inexactitude (n.)
Inexactness; uncertainty; as, geographical inexactitude.
FAQs About the word inexactitude
Ανακρίβεια
the quality of being inexactInexactness; uncertainty; as, geographical inexactitude.
Προσέγγιση,Αδρότητα,Αστάθεια,Αανακρίβεια,ανακρίβεια,Ανακρίβεια,τραχύτητα,απροσεξία,ανακρίβεια,στρογγυλότητα
ακρίβεια,εγγύτητα,ορθότητα,Λιχουδιά,ακρίβεια,ακρίβεια,λεπτότητα,λεπτότητα,τελειότητα,ακρίβεια
inexact => Ανεπαρκής, inevitably => αναπόφευκτα, inevitableness => αναπόφευκτο, inevitable accident => Απόφευκτη ατύχημα, inevitable => αναπόφευκτος,