Greek Meaning of accurateness
ακρίβεια
Other Greek words related to ακρίβεια
Nearest Words of accurateness
Definitions and Meaning of accurateness in English
accurateness (n.)
The state or quality of being accurate; accuracy; exactness; nicety; precision.
FAQs About the word accurateness
ακρίβεια
The state or quality of being accurate; accuracy; exactness; nicety; precision.
ακρίβεια,ακρίβεια,ακρίβεια,Οριστικότητα,οριστικότητα,ακρίβεια,ακρίβεια,πίστη,λεπτότητα,τελειότητα
Προσέγγιση,Αδρότητα,Αανακρίβεια,ανακρίβεια,τραχύτητα,στρογγυλότητα,απροσεξία,ψευτιά,αναλήθεια,εικασία
accurately => ακριβώς, accurate => ακριβής, accuracy => ακρίβεια, accumulator register => Συγκεντρωτικός στοίχος, accumulator => συσσωρευτής,