Greek Meaning of accumulating

συσσωρεύοντας

Other Greek words related to συσσωρεύοντας

Definitions and Meaning of accumulating in English

Webster

accumulating (p. pr. & vb. n.)

of Accumulate

FAQs About the word accumulating

συσσωρεύοντας

of Accumulate

συσσώρευση,αύξηση,πρόσθεση,Πολλαπλασιασμός,πολλαπλασιασμός,Συσσώρευση,απόδοση,ενίσχυση,αύξηση,μπουσουλώ

σύναψη σύμβασης,Μείωση,φθίνων,χαμήλωμα,μείωση,Μείωση,συμπιέζοντας,συμπίεση,Συμπύκνωση,συμπύκνωση

accumulated => συσσωρευμένος, accumulate => συσσωρεύω, accumber => συσσωρεύω, accumbent => στηριγμένος, accumbency => επίρρωση,