Greek Meaning of quadrupling
τετραπλασιασμός
Other Greek words related to τετραπλασιασμός
Nearest Words of quadrupling
Definitions and Meaning of quadrupling in English
quadrupling (n)
increase by a factor of four
quadrupling (p. pr. & vb. n.)
of Quadruple
FAQs About the word quadrupling
τετραπλασιασμός
increase by a factor of fourof Quadruple
διπλασιασμός,αύξηση,τριπλασιασμός,συσσωρεύοντας,συσσώρευση,πρόσθεση,μπουσουλώ,διεύρυνση,Επιδείνωση,επέκταση
Μείωση,χαμήλωμα,μείωση,Μείωση,συμπίεση,Συμπύκνωση,συμπύκνωση,στένωση,σύναψη σύμβασης,Συστολή
quadruplication => τετραπλασιασμός, quadruplicating => τετραπλασιασμός, quadruplicated => τετραπλός, quadruplicate => τετραπλασιάζω, quadruplex => τετραπλέξ,