Greek Meaning of cumulation

σωρευτική

Other Greek words related to σωρευτική

Definitions and Meaning of cumulation in English

Wordnet

cumulation (n)

a collection of objects laid on top of each other

FAQs About the word cumulation

σωρευτική

a collection of objects laid on top of each other

συσσώρευση,συλλογή,Μείγμα,Συσσώρευση,συναρμολόγηση,ποικιλία,σωρείτες νέφες,συνάντηση,στοίβα,ανακάτεμα

No antonyms found.

cumulate => Συγκεντρώνομαι, cumquat => Κουμ κουάτ, cummings => Κάμινγκς, cummerbund => ζωνάρι, cuminum cyminum => Κύμινο,