Greek Meaning of cumulation
σωρευτική
Other Greek words related to σωρευτική
- συσσώρευση
- συλλογή
- Μείγμα
- Συσσώρευση
- συναρμολόγηση
- ποικιλία
- σωρείτες νέφες
- συνάντηση
- στοίβα
- ανακάτεμα
- κατάλυμα
- κατάλυμα
- μίγμα
- σωρός
- καραμπόλα
- συσσωμάτωμα
- συσσώρευση
- σύνολο
- συσσωμάτωση
- εκκρεμότητες
- κρυφή μνήμη
- ακαταστασία
- συνονθύλευμα
- συγκρότημα
- συσσωμάτωμα
- Ταμείο
- κατακερματισμός
- θησαυρός
- μίγμα
- ανακάτωμα
- Απογραφή
- μίγμα
- μάζα
- μεντλέι
- μυστήριο
- ποικιλόμορφος
- αυγό στη φωλιά
- Ποτ-πουρί
- απόθεμα
- άθροισμα
- προμήθεια
- ολότητα
Nearest Words of cumulation
- cumulative => αθροιστικός
- cumulative preferred => αθροιστικά προτιμώμενο
- cumulative preferred stock => Συσσωρευόμενες προνομιούχες μετοχές
- cumulative vote => σωρευτική ψήφος
- cumulatively => σωρευτικά
- cumuliform => σωρείτης
- cumulonimbus => Ωρομβοφόρος νεφέλη
- cumulonimbus cloud => Βροχοφόρα νεφώματα
- cumulous => σωρειτομελανία
- cumulus => σωρείτες νέφες
Definitions and Meaning of cumulation in English
cumulation (n)
a collection of objects laid on top of each other
FAQs About the word cumulation
σωρευτική
a collection of objects laid on top of each other
συσσώρευση,συλλογή,Μείγμα,Συσσώρευση,συναρμολόγηση,ποικιλία,σωρείτες νέφες,συνάντηση,στοίβα,ανακάτεμα
No antonyms found.
cumulate => Συγκεντρώνομαι, cumquat => Κουμ κουάτ, cummings => Κάμινγκς, cummerbund => ζωνάρι, cuminum cyminum => Κύμινο,